- τελομερίδιο
- το, Νβιολ. το άκρο τών δύο βραχιόνων τών μακρών χρωματοσωμάτων τού οποίου ο ρόλος είναι να «σφραγίζει» τα άκρα τού χρωματοσώματος.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. telomere < τέλος + μέρος + κατάλ. -ίδιο].
Dictionary of Greek. 2013.